ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚ

Σάββατο 30 Ιουνίου 2007

Πάρνηθα : Πανάρχαιο όνομα - πανάρχαια παρουσία

Το όνομα της Πάρνηθας (Πάρνης - Πάρνηθος) είναι το ίδιο αρχαίο με το όνομα της ίδιας της Ελλάδας. Πιθανότατα να είναι και αρχαιότερο. Η ετυμολογία του ονόματος «Πάρνηθα» συνδέεται με την ρίζα πάρνα- (parna) που θεωρείται προελληνική. (Το τι είναι "προελληνικό" σηκώνει πολύ συζήτηση αλλά δεν είναι του παρόντος.) Από την ίδια ρίζα πάρνα- (parna) προέρχονται τα ονόματα και δύο άλλων βουνών μας, του Παρνασσού και του Πάρνωνα. Αυτή είναι η επικρατέστερη φιλολογικά εκδοχή, με την επισήμανση μου ότι στην χεττιτική και λουβιακή (ινδοευρωπαϊκές γλώσσες της Μικράς Ασίας) η ρίζα πάρνα- (parna) σημαίνει σπίτι ενώ στην Ελλάδα συνδέεται με ονόματα βουνών.
Για τα βουνά της Αττικής, ο Παυσανίας στα «Αττικά» του σημειώνει:
«Όρη στην Αθήνα είναι το Πεντελικό με λατομεία, η Πάρνης όπου μπορεί κανείς να κυνηγήσει αγριογούρουνα και αρκούδες, και ο Υμηττός ο οποίος έχει βλάστηση καταλληλότατη για μέλισσες...»
«Όρη δε αθηναίοις εστί Πεντελικόν ένθα λιθοτομίαι, και Πάρνης παρεχομένη θήραν συών αγρίων και άρκτων, και Υμηττός ός φύει νομάς μελίσσαις επιτηδειοτάτας...»
Στον Μεσαίωνα η Πάρνηθα ονομαζόταν Οζά, Οζέα και Οζιά. Για την ονομασία αυτή υπάρχουν διάφορες εκδοχές.
Ο Κ. Μπίρης πιθανολογεί ότι προέρχεται από την τουρκική «Καρά-Οζ» που σημαίνει μαυροζούμης «και προφανώς ήταν εμπνευσμένη από την παρατήρηση ότι όταν προμηνύεται μεγάλη βροχή συγκεντρώνονται στην κορυφή μαύρα σύννεφα». Βέβαια, συνήθως στην Αθήνα οι μεγάλες βροχές έρχονται από τα δυτικά και όλοι στην παλιά Αθήνα είχαν σαν σημάδι για το αν θα βρέξει την Σαλαμίνα (Κούλουρη). Έχει όμως την λογική της και η εκδοχή του Μπίρη. Τα ονόματα Οζά, Οζέα και Οζιά περιέχονται σε τουρκικά φιρμάνια κι απ' αυτά φαίνεται ότι πέρασαν σε πατριαρχικά εκκλησιασιαστικά έγγραφα, ενώ το όνομα Πάρνηθα υπήρχε σε παράλληλη χρήση.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η σύνδεση του ονόματος Οζά (Οζέα και Οζιά) από ορισμένους μελετητές με τα ονόματα βουνών Οτζιά στην Κέα (και Τζιά), Οζιάς στους Παξούς, Ζια στην Σύρο και Ζας (Ζιάς) στην Νάξο. Τα τοπωνύμια αυτά συνδέονται, κατά την επικρατούσα παραδοχή, με την λατρεία το Διός (Ζευς). Είναι πιθανό ότι και το όνομα Οζά (Οζέα και Οζιά) για την Πάρνηθα να προέρχεται από την αρχαιότητα. Σίγουρα πάντως στην κορυφή της Πάρνηθας υπήρχαν στην αρχαιότητα χάλκινο άγαλμα του παρνηθίου Διός, βωμός του Διός σημαλέου και βωμός του Διός όμβριου, όπως γράφει ο Παυσανίας:
«Και εν Πάρνηθι παρνήθιος Ζεύς χαλκούς εστί και βωμός σημαλέου Διός. Έστι δεν εν τη Πάρνηθι και άλλος βωμός, θύουσι δε επ' αυτού τοτέ μεν όμβριον τοτέ δε απήμιον καλούντες Δία.»
Ανεξάρτητα από τις διάφορες εκδοχές για τα ονόματα της Πάρνηθας, το γεγονός είναι ότι δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με ένα δασωμένο βουνό, τον τελευταίο πνεύμονα της Αθήνας, που η ανικανότητα των κρατικών λειτουργών και φορέων τον έκανε στάχτη και μπούρμπερη. Το όνομα της Πάρνηθας είναι αρχαιότερο από την Ελλάδα και τους Έλληνες. Μ' αυτό έχουμε να κάνουμε.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2007

Οι καύσωνες, η Αθήνα και η φύση

Η πλατεία Ομονοίας με φοίνικες. Κάποτε...

Ο καύσωνας που ζήσαμε τις τελευταίες μέρες αποτελεί ένα ακραίο και σπάνιο καιρικό φαινόμενο. Τα χαρακτηριστικά του ήταν:

  • Οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες που, με εξαίρεση την βορειοδυτική Ελλάδα, σε όλη την χώρα κυμάνθηκαν στους 42-44 βαθμούς C. Δεν εξαιρέθηκαν ούτε τα νησιά, όπου σημειώθηκαν θερμοκρασίες ρεκόρ για τον Ιούνιο.
  • Η διατήρηση επί πολλές ώρες των πολύ υψηλών θερμοκρασιών, από το μεσημέρι μέχρι αργά το απόγευμα.
  • Το πρωτοφανές ύψος των «ελάχιστων» θερμοκρασιών κατά την διάρκεια της νύχτα, που γενικά δεν έπεσαν κάτω από του 31-33 βαθμούς C. Παρατηρήθηκε επίσης σε ορισμένες περιοχές και το εξωφρενικό φαινόμενο της ανόδου της θερμοκρασίας μέσα στην νύχτα, όπως συνέβη στην Παλαιοχώρα της νότιας Κρήτης. Το αποτέλεσμα ήταν να μην προλάβουν τα κτίρια να ψυχθούν στην διάρκεια της νύχτας, με μοιραία συνέπεια τα πάντα μέσα στο σπίτι (τοίχοι και υλικά) να ακτινοβολούν συνεχώς μεγάλα ποσά θερμότητας.
Βιώσαμε λοιπόν ένα εξαιρετικά ακραίο καιρικό φαινόμενο, οι συνέπειες του οποίου πολλαπλασιάστηκαν από τις συνθήκες που επικρατούν σε όλες τις ελληνικές πόλεις χωρίς εξαίρεση, γιατί το μπετόν και η έλλειψή πράσινου δεν είναι «προνόμιο» μόνο της Αθήνας. Μάλιστα υπάρχουν πόλεις, όπως το Ηράκλειο Κρήτης, όπου οι συνθήκες ζωής είναι πραγματικά εφιαλτικές. Για τον θανάσιμο συνδυασμό υψηλών θερμοκρασιών και αστικού περιβάλλοντος είχα γράψει παλαιότερα ένα ρεπορτάζ, που διατηρεί την επικαιρότητά του γιατί από τότε οι συνθήκες στην Αθήνα επιδεινώθηκαν.
Οι υψηλές θερμοκρασίες, βεβαίως, αποτελούν τον κανόνα όλο το καλοκαίρι. Αυτό η φύση το ξέρει κι έχει φροντίσει να προετοιμαστεί. Η μεσογειακή χλωρίδα αποτελείται κυρίως από θάμνους, όπως οι σχίνοι, οι κουμαριές, τα σπάρτα, τα πουρνάρια, οι χαρουπιές κλπ, που έχουν προσαρμοστεί πολύ καλά για να αντέχουν το θερμό, ξηρό και παρατεταμένο ελληνικό καλοκαίρι. Τα φύλλα τους είναι πολύ σκληρά έτσι ώστε να περιορίζεται στο ελάχιστο η απώλεια χυμών. Ανάλογα με τις συνθήκες οι θάμνοι αυτοί μπορούν να αναπτυχθούν σε μεγάλα δέντρα.

Η χλωρίδα της Αθήνας, του Λεκανοπεδίου και της Αττικής είναι προσαρμοσμένη στις συνθήκες του μακρού και ξηροθερμικού καλοκαιριού. Το μεγαλύτερο μέρος της Αττικής καλύπτεται (καλυπτόταν καλύτερα, γιατί η αστική επέκταση έχει καλύψει τα πάντα) από την μεσογειακή βλάστηση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Υμηττός, ο οποίος, όπως γνωρίζουμε και από τους αρχαίους συγγραφείς δεν είχε δέντρα (πεύκα δηλαδή) και ήταν «μελισσοβότανος». Πευκοδάση υπήρχαν κυρίως στην Πεντέλη και έλατα στην κορυφή της Πάρνηθας. Στο Λεκανοπέδιο υπήρχαν ελαιώνες και περιβόλια, κυρίως κατά κατά τον ρουν του Κηφισσού από το Μενίδι μέχρι την Αγία Άννα, του Ρέντη και πιο κάτω.

Για την ζέστη και πολλές φορές την κάψα που επικρατούσε το καλοκαίρι στην Αθήνα και την Αττική έχουμε γραπτές αναφορές και ειδήσεις.
Την έλευση του Όθωνα στην Ελλάδα ακολούθησαν και πολλοί Βαυαροί. Ανάμεσά τους ήταν και ο αρχαιολόγος Λουδοβίκος Ρος, ο οποίος αργότερα έγινε και ο πρώτος Διευθυντής Αρχαιοτήτων. Στα γραπτά του διασώζει και ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή πριν 160-170 χρόνια στην Αθήνα. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, γράφει ο Ρος:

«Ο Ιούνιος είναι ο κατ' εξοχήν μήνας του θερισμού και γι' αυτό τον λένε γενικά οι χωριάτες "θεριστή", όπως λένε τον Ιούλιο "αλωνάρη". Αυτούς τους μήνες ο ήλιος μεσουρανεί ολόκληρος στον χάλκινο ουρανό. Σπάνια συννεφιάζει. Απ΄ τις αρχές του Ιουνίου ως την Ισημερία, καμιά φορά κι ως τον Οκτώβριο, πέφτει στην Αττική και ιδίως στις χαμηλότερες περιοχές της χώρας, αραιά και που καμιά βροχή. Έτσι από τα τέλη του Μάη ξεραίνεται κάθε χλόη και κάθε είδους χορτάρι στους κάμπους.

«Το 1833 ήταν ένα ζεστό, άδροσο καλοκαίρι, ασφυκτικό και θολό. Μονάχα οι πρωινές και οι βραδινές ώρες στην Ακρόπολη έδιναν κάποιαν ανακούφιση. Μέσα στο καλοκαίρι ήρθε ο Ζουμπφτ από το Βερολίνο. Όταν περνούσε η φωτιά και λαύρα της μέρας, ανεβαίναμε την ώρα της δύσης στον Παρθενώνα, καθόμασταν πάνω στο δυτικό ύψωμα και αφήναμε τα βλέμματά μας και τις σκέψεις μας να θέλγονται από το πανόραμα που εκτείνονταν χιλιόμετρα από κάτω μας, απ' την Τροιζήνα και την Αίγινα ως την Κόρινθο, Μέγαρα και τον Μαραθώνα και περιλάμβανε μερικούς απ' τους πιο τιμημένους τόπους της Ελλάδας. Ο υπηρέτης μου έφερνε καφέ και τσιμπούκια και καθόμασταν εκεί ως το σούρουπο, απολαμβάνοντας τη θέα. Αλλά επειδή το καταμεσήμερο ο Ζουμπφτ δεν προφυλλάσονταν, έπαθε ηλίαση.»

Από μετεωρολογικά και δημοσιογραφικά στοιχεία φαίνεται ότι περίπου κάθε 10-15 χρόνια έχουμε στην Αθήνα κάποιο περιστατικό έντονου και συνεχούς καύσωνα. Χαρακτηριστικό είναι το ρεπορτάζ (δεξιά) της εφημερίδα "Σκριπ" από τις αρχές Ιουλίου 1902, που μεταξύ άλλων αναφέρει ότι τα αμπέλια της Αττικής τα έκαψε ο λίβας.
Οι αμπελώνες των Μεσογείων άντεξαν τους καύσωνες. Δεν άντεξαν όμως την ραγδαία αστική ανάπτυξη, μετά την κατασκευή του αεροδρομίου. Όπως δεν άντεξαν την αστική πίεση σε όλη την Αττική τα πευκοδάση, οι ελαιώνες, οι θαμνότοποι, η άγρια ζωή γενικά.

Αυτός ο καύσωνας πέρασε. Θα ακολουθήσουν όμως φέτος κι άλλες ζέστες, που θα φαίνονται μεγαλύτερες από τις συνθήκες τις αστικής ζωής. Και φυσικά θα ακολουθήσουν οι πυρκαγιές. Αλλά γι' αυτές έχουμε μπροστά μας ένα ολόκληρο καλοκαίρι να τα ξαναπούμε...
Πηγές:
Λουδοβίκου Ρος, «Αναμνήσεις και Ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833)», εκδ. Τολίδη, Αθήνα 1976

Τρίτη 19 Ιουνίου 2007

Solanum elaeagnifolium - Αγριοντοματιές στην Αθήνα

Γαλάτσι (Βέικος) 25/05/2007 Τουρκοβούνια

Το σολάνο (γερμανός) - Solanum elaeagnifolium ανήκει στο ίδιο γένος με τις πατάτες και τις ντομάτες, γι' αυτό ονομάζεται και αγριοντοματιά. Φωτογραφήθηκε στον τελευταίο λόφο των Τουρκοβουνίων, στην πλαγιά που χωρίζει τό Γαλάτσι με την Φιλοθέη, όπου και υπάρχει σε μεγάλους αριθμούς. Συγγενικά του είδη είναι ο στύφνος (Solanum nigrum) και η αγριοκαρπουζιά (Solanum rostratum).

Γενικά θεωρείται ζιζάνιο και είναι τοξικό. (Και η άβραστη πατάτα είναι τοξική, περιέχει την δημητηριώδη ουσία σολανίνη). Είναι ζιζάνιο των ανοιξιάτικων φυτών μεγάλης καλλιέργειας, των δενδρωδών καλλιεργειών και του αμπελιού. Θεωρείται από τα πιο ανταγωνιστικά ζιζάνια στις καλλιέργειες του βαμβακιού (Gossypium hirsutum) και της αραχίδας (Arachis hypogaea). Η ζημιά των καλλιεργούμενων φυτών δεν οφείλεται μόνο στον ανταγωνισμό του σολανού, αλλά παράλληλα στις τοξικές ουσίες που εκκρίνει στο περιβάλλον και στο γεγονός ότι τα φυτά του είναι ξενιστές επιβλαβών εντόμων (Lygus hesperus) και μυκήτων (Rhizoctonia solani, Cercospora atromarginalis, Verticillium albo-atrum).

Στην περιοχή των Τουρκοβουνίων (πρανή Κτήματος Βεΐκου) που φωτογραφήθηκε το Solanum elaeagnifolium, φαίνεται ότι σπόροι του μεταφέρθηκαν με τον αέρα και φύτρωσαν σε μέρη που επιχωματώθηκαν με μπάζα, δίπλα στον παλιό, ωραίο φρυγανότοπο όπου κυριαρχεί το θυμάρι.

Μελέτη του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (*) έδειξε ότι το σολάνο Solanum elaeagnifolium αντέχει την ρύπανση και την πίεση του αστικού περιβάλλοντος και ότι «παρουσιάζει πλαστικότητα ως προς τις στρατηγικές αύξησης και χωροδιάταξης ανάλογα με την ένταση της περιβαλλοντικής πίεσης που δέχεται, η οποία φαίνεται να του προσδίδει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων ειδών».

* Τογρίδου, Α., Σγαρδέλης, Σ. & Παντής, Ι.: "Μελέτη της αύξησης, χωροδιάταξης και φαινο-τυπικής ποικιλότητας του φυτού Solanum elaeagnifolium στο αστικό περιβάλλον της Θεσσαλονίκης - Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Βιολογίας, Τομέας Οικολογίας)

 Γαλάτσι - Βέικος, 13/10/2007

Γαλάτσι - Βέικος, 13/10/2007

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2007

Η ετυμολογία του ονόματος «Γαλάτσι»

Το Γαλάτσι στην δεκαετία του 1920-30 είχε 319 κατοίκους. Σήμερα παρουσιάζει αυτή την εικόνα

Υπάρχει πολύ υλικό ακόμα από τα Τουρκοβούνια και το Κτήμα Βεΐκου, που ανήκουν στον δήμο Γαλατσίου. Η περιοχή έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την άγρια ζωή μέσα στην πόλη, γιατί διατηρεί ακόμα την μεγαλύτερη ζώνη πράσινου μέσα στο δομημένο περιβάλλον του Λεκανοπεδίου. Γι' αυτό κρίνω σκόπιμο να παραθέσω μερικά στοιχεία για το Γαλάτσι. Θα ακολουθήσουν και τα στοιχεία για το "Κτήμα Βεΐκου".


Το Γαλάτσι οφείλει το όνομά του στην παλιά αθηναϊκή οικογένεια Γαλάκη, ως εξής:
στου Γαλάκη } στου Γαλάτση } Γαλάτσι.


Το γλωσσικό ιδίωμα της Αθήνας μιλιόταν μέχρι την δημιουργία του ελληνικού κράτους (1832) και την ανακήρυξή της σε πρωτεούσα. Στην τότε μικρή πόλη συγκεντρώθηκε γρήγορα πολύ κόσμος, κυρίως Πελποννήσιοι, Κυκλαδίτες, Ευβοείς και Στερεολλαδίτες. Σ' αυτούς προστέθηκαν και Επτανήσιοι μετά την δεκαετία του 1860, όταν ενώθηκαν τα Επτάνησα με την Ελλάδα.


Έτσι άρχισε να διαμορφώνεται σιγα-σιγά η γλωσική μορφή, που αποτελεί αυτό που λέμε σήμερα κοινή νεοελληνική ή αστική κοινή ή τα αθηναϊκά ελληνικά. Σαν βάση του γλωσσικού αυτού οργάνου στάθηκε ο πελοποννησιακός λόγος με επτανησιακές προσμίξεις και εισφορές από την Κωνσταντινούπολη, την Σμύρνη (κέντρα του Ελληνισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική παιδεία στέκονταν ψηλά), καθώς και από το λόγιο γραπτό λόγο της εποχής, την «καθαρεύουσα».
Η αθηναϊκή ντοπιολαλιά συγγένευε με τα ιδιώματα των Μεγάρων, της Αίγινας και της Κύμης, ενώ η ύπαιθρος χώρα των περιοχών αυτών και η Σαλαμίνα ήταν αρβανιτόφωνες. Όλα αυτά τα ιδιώματα ανήκουν στο νότια ομάδα της ελληνικής γλώσσας. Τα παλιά αθηναΐκα ανήκαν στην ζώνη του «είντα» (π.χ. είντα λες;). Επίσης στο αθηναϊκό ιδίωμα επικρατούσε ο «τσιτακισμός» (μετατροπή του "κι" σε "τσι"), όπως συμβαίνει ακόμα στην Κρήτη. Μία απόδειξη για τον τσιτακισμό των παλιών αθηναϊκών είναι και το τοπωνύμιο «Γαλάτσι».


Το τοπωνύμιο είναι βυζαντινό (μεσαιωνικό) και προέκυψε από τα κτήματα που είχε στην περιοχή η οικογένεια Γαλάκη, το όνομα της οποίας προφερόταν Γαλάτση. Αυτού του είδους τα τοπωνύμια ονομάζονται «κτητορικά», γιατί συνήθως αναφέρονται σε ιδιόκτητες περιοχές: χαράφια, περιβόλια, βοσκότοπους, ασβεστοκάμινα, κ.α. Δημιουργήθηκαν κυρίως στην βυζαντινή περίοδο, γι' αυτό και θεωρούνται τυπικά βυζαντινά τοπωνύμια. Εξάλλου στο Γαλάτσι (στα σύνορα με την Νέα Ιωνία) διατηρείται μία από τις ωραιότερες βυζαντινές εκκλησίες της Αθήνα, η «Ομορφοκκλησιά» (12ος αι.) που είναι αφιερωμένη στο 'Αγιο Γεώργιο.
 
Υπάρχουν και μερικές άλλες εκδοχές για την προέλευση του ονόματος «Γαλάτσι» αλλά δεν είναι πειστικές. Η ετυμολογία που αναφέρω είναι αυτοί που δέχονται όλοι σχεδόν οι Έλληνες ονοματολόγοι.


Πριν 100 χρόνια στην περιοχή του Γαλατσίου η βασιλική οικογένεια οργάνωνε το κυνήγι της αλεπούς. Στην δεκαετία του 1920 είχε 319 κατοίκους και ωραία εξοχικά κέντρα. Στην Αγία Γλυκερία πολλά επαγγελματικά σωματεία γιόρταζαν τον προστάτη τους άγιο. Η ανάπτυξη του Γαλατσίου άρχισε με την αθρόα έλευση Ναξιωτών. Το 1953 αποσχίζεται από τον δήμο Αθηναίων. Το 1963 φτάνει σε πληθυσμό τους 14.000 κατοίκους (από 319 που είχε πριν 30 χρόνια). Σήμερα αποτελεί ένα δάσος πολυκατοικιών ενώ σε κάποια σημεία δεν λείπουν και τα αυθαίρετα.

Σάββατο 16 Ιουνίου 2007

Opuntia ficus-indica / Φραγκόσυκα Αθηνών

Λόφος Στρέφη, 26 Μαΐου 2007


Η Οπουντία η ινδική συκιά (Opuntia ficus-indica [(L.) Mill. 1768], με κοινό ελληνικό όνομα «φραγκοσυκιά», αν και ιθαγενές της Αμερικής, έχει εγκλιματιστεί τόσο καλά στο μεσογειακό κλίμα, ώστε ευδοκιμεί σ' όλες τις παραμεσόγειες χώρες. Μπορεί να πάρει δενδρώδη μορφή, αν και συχνότερα διαμορφώνεται σαν θάμνος σε φράχτες. Οι βλαστοί αποτελούνται από αρθρωτά, ωοειδή, σαρκώδη τμήματα, πολύ αγκαθωτά, που το μήκος τους μπορεί να φτάσει τα 40 εκ.
Τα άνθη είναι κίτρινα και οι καρποί κυλινδρικοί, κόκκινοι με πληθώρα από μικρά αγκάθια. Οι καρποί, τα φραγκόσυκα, είναι πάρα πολύ γευστικοί και στην Ελλάδα αποτελούν εξαίρετο καλοκαιρινό φρούτο γι΄ αυτούς που ξέρουν να τα καθαρίζουν.
Ανθίζει την άνοιξη και καρποφορεί από τα τέλη του καλοκαιριού.

Ετυμολογία:
Opuntia > κατά τον Théis από την Οπουντία ( > οπούς) πόλη στην Λοκρίδα (των Οπουντίων Λοκρών)
ficus-indica > ficus συκιά + indica ινδική = ινδική συκιά.

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

Papaver rhoeas / Μπουκέτο στο Θησείο

Αρχαία Αγορά - Θησείο, 1987


Η Papaver rhoeas L 1753, είναι παλαιογεωγραφικό φυτό, με ευρεία εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Βιότοπος: ζιζάνιο αγρών με δημητριακά, ακαλλιέργητα χωράφια, δρόμοι, μπάζα, σε υψόμετρα 0-800 (-1800 στα όρη) μ.
Είναι η πιο κοινή παπαρούνα.
Φύλλα πτεροσχιδή, οδοντωτά. Ποδίσκοι έντονα τριχωτοί.
Πέταλα μεγάλα 2-3 εκ., έντονα κόκκινα, συχνά με μαύρη κηλίδα στην βάση. Κωδία κοντή, σχεδόν σφαιρική, λεία, περιτριγυρισμένη από πολλούς στήμονες με ανθήρες μαύρους ή καστανούς.
Ανθίζει μέσα Απριλίου - μέσα Ιουνίου.

Ετυμολογία:
Papaver -eris > μήκων, παπαρούνα.
rhoeas > ροιάς > ροιά (ροδιά) ==> από το έντονα κόκκινο χρώμα των ανθέων = ροιάς

«μήκων ῥοιάς· οἱ δὲ ὀξύγονον, Ῥωμαῖοι παπάβερ ἄλβου‹μ›, Αἰγύπτιοι ναντί».
Διοσκουρίδης
...

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2007

Ίριδες (Iris albicans) στο κέντρο της Αθήνας

Λόφος του Στρέφη- 6 Απριλίου 2006
φωτογραφία: Μάνος Νικητίδης


Η Iris albicans (υπόλευκη) είναι είδος που καλλιεργείται. Αυτοφύεται κοντά σε οικισμούς, σε χωράφια ή χαντάκια δρόμως ως δραπέτης από κήπους.
Εϊναι παρόμοια με τη Iris germanica (Ίρις η γερμανική) αλλά λίγο μικρότερη.
Για την Ίριδα την υπόλευκη (Iris albicans) υπήρχε παλιότερα η άποψη (Randolph 1955) ότι ήταν υβρίδιο του συμπλέγματος Iris germanica. Σήμερα θεωρείται ιθαγενές είδος της Υεμένης και της Σαουδικής Αραβίας. Στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως δραπέτης παλαιάς διακοσμητικής καλλιέργειας, καλά εγκλιματισμένο πριν από πολλά χρόνια.

Δευτέρα 4 Ιουνίου 2007

Capparis sicula

Τουρκοβούνια 25/05/ 2007 Περισσός

Η Capparis sicula (Veill. 1801) είναι μεσογειακό φυτό με ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα.
Μικρός πολυετής πολύκλαδος θάμνος. 
Βλαστοί πολλοί, πλεγμένοι μεταξύ τους, και φύλλα δερματώδη, ωοειδή, σχεδόν στρογγυλά, λεία, έμμισχα. 
Άνθη μεγάλα σε μικρό ποδίσκο, λευκά ή ρόδινα, με 4 σέπαλα, ρόδινα ή πράσινα και 4 λευκά πέταλα, μεγαλύτερα. Στήμονες ρόδινοι, χαρακτηριστικά πολλοί, μακρύτεροι από τα πέταλα που δίνουν μια ιδιαίτερη εικόνα στο άνθος. Τα μικρά μπουμπούκια της κάππαρης, συλλέγονται και διατηρούνται στην άλμη, για να χρησιμοποιηθούν σαν συνοδευτικό στις σαλάτες.
Άνθιση από τον Απρίλιο και μετά.
Ετυμολογία:
Capparis < κάππαρις (Θεόφραστος).
sicula < Sicilia Σικελία.

Λόφος του Στρέφη (Εξάρχεια)


Παρασκευή 1 Ιουνίου 2007

Consolida ajacis

Περισσός - 21/05/ 2007

Η Consolida ajacis (L.) Schur 1853, είναι μεσογειακό φυτό με εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Συνώνυμο: Delphinium ajacis L. 1753.
Αυτή η πόα με τον όρθιο, ισχυρό βλαστό έχει φύλλα πολυσχιδή με στενούς λοβούς.
Βιότοπος: αγροί, κήποι, αμπελώνες, ελαιώνες, δρόμοι, διάκενα δασών, σε υψόμετρα 0-1200 (-1600) μ.
Τα ζυγόμορφα κυανά ή ιώδη άνθη έχουν μακρύ πλήκτρο και φύονται σε μακρύ βότρυ. Τα μοτίβα πάνω στα πέταλα θυμίζουν Α (Άλφα) αφού, σύμφωνα με το μύθο, το φυτό ξεπήδησε από το αίμα του ομηρικού ήρωα Αίαντα, όταν αυτός αυτοκτόνησε.
Άνθιση Απρίλιο - Ιούλιο.

Ετυμολογία:
Consolida > consolido (λατιν.) σταθεροποιώ, ενοποιώ > consolida λατινικό όνομα φυτού, του οποίου οι φαρμακευτικές ιδιότητες υποτίθεται ότι θεράπευαν τις πληγές.
ajacis > Aiax, η λατινική γραφή του ονόματος Αίας - του Αίαντα.