Το Βήχιο (Tussilago farfara, L. 1753) είναι παλαιογεωγραφικό φυτό, με ευρεία εξάπλωση σε όλη την Ελλάδα.
Πολυετές φυτό με χοντρό ρίζωμα, από το οποίο ξεπετάγονται ανθικοί βλαστοί τριχωτοί, λεπιοειδείς, με ένα μόνο κεφάλι που έχει κίτρινα γλωσσοειδή ανθίδια, αρσενικά στο κέντρο και θηλυκά στις άκρες,
Τα φύλλα παρουσιάζονται μετά την άνθιση, είναι χνουδωτά από κάτω και μοιάζουν με τα φύλλα του κισσού.
Το βήχιο είναι γνωστό φαρμακευτικό φυτό από την αρχαιότητα, με ισχυρές αντιβηχικές ιδιότητες. Και σήμερα χρησιμοποιείται από φαρμακευτικές εταιρίες σε αντιβηχικά σκευάσματα και σε φίλτρα για καπνιστές. Για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες χρησιμοποιούνται τα άνθη και τα φύλλα σε αποξηραμένη μορφή.
Το αρχαίο του όνομα ήταν χαμαιλεύκη αλλά επικράτησε το όνομα «βήχιο» που του έδωσε ο Διοσκουρίδης, ο οποίος το χρησιμοποιούσε ως αποτελεσματικό φάρμακο για τις αναπνευστικές παθήσεις.
Η λαϊκή ιατρική αντιμετωπίζει τον βήχα και την βρογχίτιδα παρασκευάζοντας ρόφημα με το βήχιο, που πίνεται τακτικά μέχρι να ατονήσουν τα συμπτώματα. Για δερματικές παθήσεις (καλόγερους, αποστήματα, κ.α.) χρησιμοποιούνται καταπλάσματα.
Βιότοπος: υγρά, αργιλικά και λασπώδη αλλά ηλιόλουστα εδάφη, σε υψόμετρα 0-1400 (-1900) μ..
Τα άνθη συλλέγονται αργά τον χειμώνα και τα φύλλα την άνοιξη, όταν εμφανιστούν.
Ανθίζει από τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις αρχές Μαΐου.
Ετυμολογία:
Tussilago > tússis βήχα + λαγγάζω (υποχωρώ, ενδίδω) = Βήχιον.
farfara > farfarus, φυτό που αναφέρεται από τον Πλίνιο, ίσως από τoν παταπόταμο Fàrfaro (σήμερα Farfa) του Τίβερη.
Πολυετές φυτό με χοντρό ρίζωμα, από το οποίο ξεπετάγονται ανθικοί βλαστοί τριχωτοί, λεπιοειδείς, με ένα μόνο κεφάλι που έχει κίτρινα γλωσσοειδή ανθίδια, αρσενικά στο κέντρο και θηλυκά στις άκρες,
Τα φύλλα παρουσιάζονται μετά την άνθιση, είναι χνουδωτά από κάτω και μοιάζουν με τα φύλλα του κισσού.
Το βήχιο είναι γνωστό φαρμακευτικό φυτό από την αρχαιότητα, με ισχυρές αντιβηχικές ιδιότητες. Και σήμερα χρησιμοποιείται από φαρμακευτικές εταιρίες σε αντιβηχικά σκευάσματα και σε φίλτρα για καπνιστές. Για τις φαρμακευτικές τους ιδιότητες χρησιμοποιούνται τα άνθη και τα φύλλα σε αποξηραμένη μορφή.
Το αρχαίο του όνομα ήταν χαμαιλεύκη αλλά επικράτησε το όνομα «βήχιο» που του έδωσε ο Διοσκουρίδης, ο οποίος το χρησιμοποιούσε ως αποτελεσματικό φάρμακο για τις αναπνευστικές παθήσεις.
Η λαϊκή ιατρική αντιμετωπίζει τον βήχα και την βρογχίτιδα παρασκευάζοντας ρόφημα με το βήχιο, που πίνεται τακτικά μέχρι να ατονήσουν τα συμπτώματα. Για δερματικές παθήσεις (καλόγερους, αποστήματα, κ.α.) χρησιμοποιούνται καταπλάσματα.
Βιότοπος: υγρά, αργιλικά και λασπώδη αλλά ηλιόλουστα εδάφη, σε υψόμετρα 0-1400 (-1900) μ..
Τα άνθη συλλέγονται αργά τον χειμώνα και τα φύλλα την άνοιξη, όταν εμφανιστούν.
Ανθίζει από τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις αρχές Μαΐου.
Ετυμολογία:
Tussilago > tússis βήχα + λαγγάζω (υποχωρώ, ενδίδω) = Βήχιον.
farfara > farfarus, φυτό που αναφέρεται από τον Πλίνιο, ίσως από τoν παταπόταμο Fàrfaro (σήμερα Farfa) του Τίβερη.