Η κουμαριά (Arbutus unedo L. 17530 είναι μεσογειακό φυτό που φθάνει μέχρι την Ιρλανδία και την Ουκρανία.
Είναι τυπικό είδος της μεσογειακής μακκίας βλάστησης, συχνά σε μεγάλους πληθυσμούς. Στην Ελλάδα εξαπλώνεται σε όλες τις χλωριδικές περιοχές της χώρας.
Όμορφος θάμνος ή δέντρο με φύλλα ανοιχτοπράσνα, λογχοειδή, ελαφρά οδοντωτά.
Άνθη λευκά ή ρόδινα, κωδωνοειδή σε πυκνές κατανεύουσες ταξιανθίες που παρουσιάζονται το φθινόπωρο ή καμιά φορά και την άνοιξη, κι έτσι δεν είναι σπάνια η ταυτόχρονη παρουσία καρπών και ανθέων.
Οι καρποί, τα κούμαρα, από την αρχαία ελληνική λέξη «κόμαρος», είναι κόκκινοι, σφαιρικοί, με διάμετρο 2 εκ. πολύ γευστικοί και όπως λέει ο Διοσκουρίδης δύσπεπτοι.
«κόμαρος δένδρον ἐστὶ παρόμοιον κυδωνίᾳ, λεπτόφλοιον, καρπὸν ἔχον ὡς κοκκυμήλου μέγεθος, ἀπύρηνον, μεμαίκυλα καλούμενον, πεπανθέντα δὲ ὑπόκιρρον, ἐσθιόμενον ἀχυρώδη, κακοστόμαχον καὶ κεφαλαλγῆ».( Διοσκουρίδης)
Ετυμολογία:
Arbutus > αρχαίο λατινικό όνομα της κουμαριάς που αναφέρεται από τον Βιργίλιο
unedo > unum ένα + edo τρώω - αναφέρεται στο ότι πρέπει να μην φάει κάποιος πολλά κούμαρα. Όνομα για την κουμαριά που αναφέρει ο Πλίνιος.
Τα κούμαρα είναι κατάλληλα για νόστιμες μαρμελάδες. Από κούμαρα παρασκευάζουν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ένα αρωματικό και μάλλον δυνατό ρακί.Το κουμαρίσιο το ρακί
καθένας το γυρεύει
γιατί είναι βάλσαμο σωστό
και τις πληγές γιατρεύει
Λαϊκό τετράστιχο που τραγουδάνε στα Βράσταμα της Χαλκιδικής όταν αποστάζουν ρακί από κούμαρα
«Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾿ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε, ἑμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἑμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί».
Από το διήγημα «Η σταχομαζώχτρα», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Είναι τυπικό είδος της μεσογειακής μακκίας βλάστησης, συχνά σε μεγάλους πληθυσμούς. Στην Ελλάδα εξαπλώνεται σε όλες τις χλωριδικές περιοχές της χώρας.
Όμορφος θάμνος ή δέντρο με φύλλα ανοιχτοπράσνα, λογχοειδή, ελαφρά οδοντωτά.
Άνθη λευκά ή ρόδινα, κωδωνοειδή σε πυκνές κατανεύουσες ταξιανθίες που παρουσιάζονται το φθινόπωρο ή καμιά φορά και την άνοιξη, κι έτσι δεν είναι σπάνια η ταυτόχρονη παρουσία καρπών και ανθέων.
Οι καρποί, τα κούμαρα, από την αρχαία ελληνική λέξη «κόμαρος», είναι κόκκινοι, σφαιρικοί, με διάμετρο 2 εκ. πολύ γευστικοί και όπως λέει ο Διοσκουρίδης δύσπεπτοι.
«κόμαρος δένδρον ἐστὶ παρόμοιον κυδωνίᾳ, λεπτόφλοιον, καρπὸν ἔχον ὡς κοκκυμήλου μέγεθος, ἀπύρηνον, μεμαίκυλα καλούμενον, πεπανθέντα δὲ ὑπόκιρρον, ἐσθιόμενον ἀχυρώδη, κακοστόμαχον καὶ κεφαλαλγῆ».( Διοσκουρίδης)
Ετυμολογία:
Arbutus > αρχαίο λατινικό όνομα της κουμαριάς που αναφέρεται από τον Βιργίλιο
unedo > unum ένα + edo τρώω - αναφέρεται στο ότι πρέπει να μην φάει κάποιος πολλά κούμαρα. Όνομα για την κουμαριά που αναφέρει ο Πλίνιος.
Τα κούμαρα είναι κατάλληλα για νόστιμες μαρμελάδες. Από κούμαρα παρασκευάζουν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ένα αρωματικό και μάλλον δυνατό ρακί.Το κουμαρίσιο το ρακί
καθένας το γυρεύει
γιατί είναι βάλσαμο σωστό
και τις πληγές γιατρεύει
Λαϊκό τετράστιχο που τραγουδάνε στα Βράσταμα της Χαλκιδικής όταν αποστάζουν ρακί από κούμαρα
«Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾿ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε, ἑμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἑμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί».
Από το διήγημα «Η σταχομαζώχτρα», του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
.