ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΜΠΛΟΚ

Κυριακή 26 Αυγούστου 2007

Μετάδοση δασικών πυρκαγιών με «κάφτρες»

Σε σχέση με τις θεωρίες συνωμοσίας που διατυπώνονται για το σμήνος των πυρκαγιών που βρίσκονται σε εξέλιξη, νομίζω πως είναι πολύ χρήσιμο το άρθρο του Δρος Γαβριήλ Ξανθόπουλου που αναδημοσιεύω από τον ιστότοπο του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών Αθηνών.

ΜΕΤΑΔΟΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ ΜΕ “ΚΑΦΤΡΕΣ”
Δρ. Γαβριήλ Ξανθόπουλος
Υπουργείο Γεωργίας
Γενική Γραµµατεία Δασών και Φυσικού Περιβάλλοντος


ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η µετάδοση των δασικών πυρκαγιών µε κάφτρες είναι χαρακτηριστικό φαινόµενο των µεγάλων πυρκαγιών και αποτελεί ένα µεγάλο κίνδυνο για τις δασοπυροσβεστικές δυνάµεις. Η εµφάνιση του φαινοµένου προϋποθέτει:

α. Την ύπαρξη κατάλληλων φλεγόµενων τεµαχιδίων καύσιµης ύλης (καφτρών),
β. Την ύπαρξη δυνάµεων για τη µεταφορά τους και
γ. Την πιθανότητα να δηµιουργηθούν νέες εστίες εκεί όπου εναποτίθενται οι κάφτρες.

Μετάδοση µε κάφτρες είναι δυνατή σε αποστάσεις που υπερβαίνουν τα 10 χιλιόµετρα σε ακραίες περιπτώσεις. Η εµφάνιση και η έκταση του φαινοµένου διαφέρει µεταξύ δασικών τύπων και επηρεάζεται από την ένταση της φωτιάς, τα χαρακτηριστικά των καφτρών, τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες και την τοπογραφία.

Η αντιµετώπιση του φαινοµένου είναι ιδιαίτερα δύσκολη και κάτω από ακραίες συνθήκες ουσιαστικά αδύνατη. Προσπάθειες για αντιµετώπιση µιας τέτοιας πυρκαγιάς πρέπει να βασίζονται σε καλά σχεδιασµένη έµµεση προσβολή µε σωστή αξιοποίηση µέσων όπως οι επινώτιοι πυροσβεστήρες, τα επιβραδυντικά υγρά µακράς διάρκειας και τα εναέρια µέσα σε ρόλο επιφυλακής και άµεσης επέµβασης στις νεοδηµιουργούµενες εστίες.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Από τους τρεις βασικούς µηχανισµούς µετάδοσης της θερµότητας, επαγωγή θερµών αερίων, ακτινοβολία και επαφή, µόνο οι δύο πρώτοι παίζουν σηµαντικό ρόλο στη µετάδοση των δασικών πυρκαγιών. Ο τρίτος δεν αποτελεί σηµαντικό παράγοντα εξαιτίας της χαµηλής θερµοαγωγιµότητας των δασικών καυσίµων. Ένας τέταρτος όµως µηχανισµός, η µετάδοση µε µικρά φλεγόµενα κοµµάτια καύσιµης ύλης, τις λεγόµενες “κάφτρες”, αποτελεί ένα σηµαντικό τρόπο µετάδοσης των πυρκαγιών που κάτω από συγκεκριµένες συνθήκες µπορεί να αποκτήσει κυρίαρχο ρόλο στην εξέλιξή τους.

Μία νέα φωτιά που ανάβει από κάφτρα, µεταφραζόµενη από τον Αγγλικό όρο “spot fire“ σαν “σηµειακή φωτιά”, ορίζεται σαν µία “φωτιά που ανάβει έξω από την περίµετρο της κύριας πυρκαγιάς από σπινθήρες ή αναµµένα τεµάχια καύσιµης ύλης που µεταφέρονται από τον αέρα ή που κατρακυλούν”. Οι σηµειακές φωτιές είναι ένας από τους σηµαντικότερους κινδύνους που έχουν να αντιµετωπίσουν οι δασοπυροσβέστες. Κάτω από συνθήκες που ευνοούν τον τρόπο αυτό µετάδοσης ακόµη και σχετικά αργά κινούµενες πυρκαγιές είναι δυνατό να γίνουν επικίνδυνες και µάλιστα χωρίς προειδοποίηση καθώς µπορούν να υπερπηδήσουν και τις πλατύτερες αντιπυρικές ζώνες και να εγκλωβίσουν απλούς πολίτες και
δασοπυροσβέστες.

Η κατανόηση της λειτουργίας του µηχανισµού αυτού µετάδοσης της πυρκαγιάς µπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη της πιθανότητας για εµφάνιση του φαινοµένου και των διαστάσεών του, συµβάλλοντας έτσι στο να γίνει η δασοπυρόσβεση αποτελεσµατικότερη και ασφαλέστερη.

2. Ανάλυση του μηχανισµού μετάδοσης πυρκαγιάς με κάφτρες

Η µετάδοση πυρκαγιάς µε κάφτρες είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο φαινόµενο που η εµφάνιση και η έκτασή του εξαρτάται από την ύπαρξη τριών παραγόντων (Rothermel 1983):

α. Την ύπαρξη κατάλληλων φλεγόµενων τεµαχιδίων καύσιµης ύλης (καφτρών),
β. Την ύπαρξη δυνάµεων για τη µεταφορά τους και
γ. Την πιθανότητα να δηµιουργηθούν νέες εστίες εκεί όπου εναποτίθενται οι κάφτρες.

2.1. Ύπαρξη κατάλληλων καφτρών

Σε κάθε δασική πυρκαγιά υπάρχουν χιλιάδες µικρά τεµαχίδια καύσιµης ύλης που µπορούν σε κάποιο βαθµό να λειτουργήσουν σαν κάφτρες. Αρχικά, οι σπίθες µπορούν να παίξουν αυτό τον ρόλο αλλά προφανώς µόνο για µικρές αποστάσεις καθώς έχουν µικρή “διάρκεια ζωής”. Για µετάδοση πυρκαγιάς σε µεγάλες αποστάσεις οι κάφτρες πρέπει να έχουν κατάλληλα
χαρακτηριστικά.

Για να είναι ένα τεµαχίδιο καύσιµης ύλης κατάλληλο για να λειτουργήσει σαν κάφτρα πρέπει να είναι εύκολο να αποκολληθεί από την υπόλοιπη καύσιµη ύλη και να ανυψωθεί µε τη δύναµη της επαγωγικής στήλης που δηµιουργεί η πυρκαγιά. Αυτό εξαρτάται από τη θέση του στο χώρο (απόσταση από το έδαφος, ύπαρξη καιγόµενης ύλης κάτω από αυτό), τον τρόπο προσκόλλησής του στην υπόλοιπη δασική ύλη µεγάλων διαστάσεων (όσο ευκολότερη η αποκόλληση τόσο µεγαλύτερος ο αριθµός από κάφτρες), αλλά και τα αεροδυναµικά του χαρακτηριστικά (υψηλός αεροδυναµικός συντελεστής). Ακόµη, το τεµαχίδιο πρέπει να είναι εύφλεκτο και αρκετά µεγάλο για να καίει για αρκετή ώρα ώστε να φθάσει αναµµένο στο έδαφος, ενώ παράλληλα πρέπει να είναι ελαφρύ (χαµηλό ειδικό βάρος) για να µεταφερθεί µακριά από τον άνεµο µόλις βγει από την άµεση άνωση της επαγωγικής στήλης της πυρκαγιάς.

Από τα παραπάνω είναι εµφανές ότι η πιθανότητα µετάδοσης µε κάφτρες σε µεγάλες αποστάσεις διαφέρει ανάλογα µε το δασικό τύπο εξαρτώµενη από την ευκολία δηµιουργίας καφτρών και τα χαρακτηριστικά αυτών. Παραδείγµατος χάρη, ο φλοιός ορισµένων ειδών ευκαλύπτου (Eucalyptus sp.) δηµιουργεί ιδανικές κάφτρες: ευρίσκεται υψηλότερα από την παρεδάφια βλάστηση και νεκρή καύσιµη ύλη, ανάβει µε ετοιµότητα, αποκολλάται εύκολα σε µεγάλα τµήµατα που καίνε για πολλή ώρα, έχει χαµηλό ειδικό βάρος και παρουσιάζει αρκετά µεγάλη αντίσταση στον άνεµο (έχει υψηλό αεροδυναµικό συντελεστή). Στις περίφηµες µεγάλες πυρκαγιές της 16ης Φεβρουαρίου του 1983 στην Αυστραλία (Ash Wednesday fires) στις οποίες χάθηκαν εβδοµήντα πέντε άτοµα, εκατοντάδες χιλιάδες ζώα και καταστράφηκαν 2.539 κατοικίες, παρατηρήθηκε µετάδοση µε κάφτρες σε αποστάσεις µέχρι 10 χλµ. κάνοντας ουσιαστικά αδύνατη τη δασοπυρόσβεση όσο επικρατούσαν οι ακραίες καιρικές συνθήκες που προκάλεσαν τη θεοµηνία (Dorgelo 1984).

Άλλη σηµαντική πηγή καφτρών είναι τα νεκρά ιστάµενα δέντρα. Ο φλοιός αυτών των δένδρων είναι ξερός και αποκολλάται εύκολα. Επίσης τµήµατα του κορµού (κορυφή, κλαδιά) σε προχωρηµένη σήψη είναι ιδιαίτερα εύφλεκτα και έχουν χαµηλό ειδικό βάρος. Όλα αυτά γίνονται ιδανικές κάφτρες που µπορούν να µεταδώσουν την πυρκαγιά σε µεγάλες αποστάσεις ενώ παράλληλα όταν το ιστάµενο δένδρο ανάψει παράγει µεγάλο αριθµό από σπίθες που εύκολα δηµιουργούν νέες εστίες σε µικρή απόσταση (Brown and Davis 1973).

Αξίζει να σηµειωθεί ότι οι πυρκαγιές που καίνε στον υπόροφο σπάνια προκαλούν µετάδοση µε κάφτρες σε σηµαντική απόσταση. Ο ανώροφος αποτελεί εµπόδιο που σταµατάει τις κάφτρες αλλά και δυσκολεύει τη δηµιουργία ισχυρής επαγωγικής στήλης (Andrews and Chase 1989)

2.2. Απόσταση µεταφοράς καφτρών

Η µετάδοση της πυρκαγιάς µε κάφτρες γίνεται σε απόσταση από το µέτωπο που ποικίλλει από µερικά µέτρα µέχρι αρκετά χιλιόµετρα και περιγράφεται αντίστοιχα σαν µετάδοση µικρής (µερικές δεκάδες µέτρα) ή µεγάλης (εκατοντάδες ή και χιλιάδες µέτρα) εµβέλειας. Η πιο σηµαντική διαφορά µεταξύ τους, εκτός από την ίδια την απόσταση µετάδοσης, είναι το εάν οι κάφτρες σηκώνονται υψηλά από την επαγωγική στήλη και µεταφέρονται σε σηµεία πέρα από εκεί όπου θα βρίσκεται το µέτωπο της κυρίως πυρκαγιάς σε µερικά λεπτά. Η µετάδοση µικρής εµβέλειας γενικά δηµιουργεί πολύ λιγότερα προβλήµατα από ότι η µετάδοση σε µεγάλη απόσταση.

Η τροχιά που ακολουθεί µία κάφτρα και κατά συνέπεια η τελική απόσταση µετάδοσης εξαρτάται από πολλούς αλληλοεπηρεαζόµενους παράγοντες σηµαντικότεροι των οποίων είναι:

α. Η ένταση της φλόγας του µετώπου (kW/m). Όσο µεγαλύτερη αυτή τόσο µεγαλύτερο το αρχικό ύψος στο οποίο µπορούν να µεταφερθούν οι κάφτρες. Για το δασοπυροσβέστη το µέσο µήκος συνεχούς φλόγας αποτελεί την καλύτερη ένδειξη αυτής της έντασης.
β. Η ένταση, η φορά και τα χαρακτηριστικά του πεδίου του ανέµου. Όσο ισχυρότερος ο άνεµος τόσο µεγαλύτερη η απόσταση µεταφοράς για το ίδιο αρχικό ύψος.
γ. Τα χαρακτηριστικά της κάφτρας (αεροδυναµικός συντελεστής, µέγεθος, βάρος). Ο συνδυασµός τους επηρεάζει τόσο το µέγιστο αρχικό ύψος όσο και το ρυθµό πτώσης καθώς µεταφέρεται από τον άνεµο.
δ. Το ανάγλυφο. Ανάλογα µε το πόσο απότοµο είναι και σε συνάρτηση µε τη θέση στην πλαγιά από όπου προέρχεται η κάφτρα (βάση πλαγιάς, µέση, κορυφή), επηρεάζει σηµαντικά την τελική τροχιά της.

2.3. Η πιθανότητα δηµιουργίας νέων εστιών

Για να δηµιουργηθεί µια νέα εστία στο σηµείο όπου προσγειώνεται µία κάφτρα απαιτείται προφανώς να υπάρχει εκεί συνεχής νεκρή εύφλεκτη καύσιµη ύλη λεπτών διαστάσεων (ξερά χόρτα, βελόνες). Η αποτελεσµατική όµως µεταφορά θερµότητας δεν είναι πάντα εξασφαλισµένη καθώς αυτό εξαρτάται από τον τρόπο και το ακριβές σηµείο στο οποίο εναποτίθεται η κάφτρα. Η πιθανότητα Π(Ε) έναρξης καινούριας εστίας στο σηµείο αυτό κυµαίνεται πάρα πολύ εξαρτώµενη από τους εξής παράγοντες:

α. Τα χαρακτηριστικά της κάφτρας ως πηγής θερµότητας. Εδώ περιλαµβάνεται το µέγεθος της κάφτρας, από το οποίο εξαρτάται η διάρκεια καύσης αλλά και η ένταση της εκλυόµενης θερµότητας. Ο άνεµος µπορεί να βοηθήσει στην αύξηση της έκλυσης θερµότητας όπως συµβαίνει στην περίπτωση των αναµµένων τσιγάρων.
β. Την ευκολία έναυσης της καύσιµης ύλης. Η ζωντανή καύσιµη ύλη αλλά και η νεκρή καύσιµη ύλη µεγάλων διαστάσεων κατά κανόνα αναφλέγονται πολύ δύσκολα. Εξαίρεση αποτελούν οι νεκροί κατακείµενοι κορµοί που είναι σε κατάσταση προχωρηµένης σήψης. Για τη νεκρή λεπτή καύσιµη ύλη (< style="font-weight: bold;">3. Μετάδοση µε κάφτρες στις δασικές πυρκαγιές στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα η µετάδοση µεγάλης εµβέλειας είναι συνηθισµένο φαινόµενο στις πυρκαγιές δασών χαλεπίου πεύκης (Pinus halepensis) ιδιαίτερα όταν υπάρχει πυκνός υπόροφος αειφύλλων πλατυφύλλων που η ανάφλεξή του προκαλεί ανάφλεξη και της κόµης των πεύκων ενώ παράλληλα δίνει την ενέργεια για τη δηµιουργία ισχυρής επαγωγικής στήλης. Οι πιο συνηθισµένες κάφτρες είναι οι λεπτές άκρες των κλαδιών (2-3 mm) µε τις βελόνες τους, φύλλα θάµνων και ιδιαίτερα αναρριχώµενων φυτών όπως ο αρκουδόβατος (Smilax aspera) και τµήµατα από τους κώνους των πεύκων (κουκουνάρες).

Εδώ πρέπει να σηµειωθεί ότι η επικρατούσα σε ορισµένους αντίληψη ότι οι κώνοι εκρήγνυνται και εκτοξεύονται σε απόσταση εκατοντάδων µέτρων δεν δικαιολογείται από τη γνώση των φυσικών δυνάµεων που ενεργούν αλλά και από παρατηρήσεις στην πράξη (Καϊλίδης 1990). Οι κλειστοί κώνοι πράγµατι ανοίγουν µε τη θερµότητα της πυρκαγιάς απελευθερώνοντας τους σπόρους τους. Φλεγόµενα τµήµατά τους ή και ολόκληροι κώνοι είναι δυνατό να αρπαχθούν από την επαγωγική στήλη χάρη στον υψηλό τους αεροδυναµικό συντελεστή και να γίνουν αποτελεσµατικές κάφτρες µεταφέροντας την πυρκαγιά µερικές εκατοντάδες µέτρα. Ιδιαίτερα προβλήµατα δηµιουργεί η απόσπαση των κώνων από τα κλαδιά και η κύλισή τους µε τη βαρύτητα προς τα κατάντη της πλαγιάς, όταν υπάρχει µεγάλη κλίση. Αυτό έχει σαν αποτέλεσµα το άναµµα νέας φωτιάς χαµηλά στο βάθος της χαράδρας η οποία µε τη βοήθεια της κλίσης αρχίζει καινούρια εξάπλωση προς τα επάνω δηµιουργώντας κίνδυνο για τους δασοπυροσβέστες.

Εκτός από τους κώνους, κατακείµενοι κορµοί και κλαδιά µπορούν επίσης να κυλήσουν δηµιουργώντας αντίστοιχα προβλήµατα.

Μικρότερα είναι κατά κανόνα τα προβλήµατα δηµιουργίας νέων εστιών σε µεγάλη απόσταση σε πυρκαγιές αειφύλλων πλατυφύλλων χωρίς ανώροφο τόσο από µεταφορά καφτρών µε τον άνεµο όσο και από κύλιση φλεγοµένων τεµαχιδίων προς τα κατάντη.

4. Πρόβλεψη της µέγιστης απόστασης δηµιουργίας νέων εστιών από κάφτρες

Η πρόβλεψη της µέγιστης απόστασης στην οποία είναι δυνατό να δηµιουργηθούν νέες εστίες από κάφτρες µπορεί να βοηθήσει σηµαντικά στο σχεδιασµό αντιµετώπισης µεγάλων πυρκαγιών και τη µείωση των κινδύνων για τους δασοπυροσβέστες. Επίσης, η γνώση αυτή µπορεί να βοηθήσει στην εκτίµηση για την πιθανή προέλευση µιας δεύτερης πυρκαγιάς (εµπρησµός ή μετάδοση µε κάφτρα).

Η πρόβλεψη του βεληνεκούς που µπορούν να έχουν οι κάφτρες είναι οπωσδήποτε περίπλοκη. Τα υπάρχοντα µοντέλα για το σκοπό αυτό είναι λίγα, περίπλοκα και ατελή και τα δεδοµένα που απαιτούνται είναι αρκετά. Το πιο ολοκληρωµένο βοήθηµα που υπάρχει για το σκοπό αυτό είναι το σύστηµα πρόβλεψης συµπεριφοράς των δασικών πυρκαγιών BEHAVE της Δασικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ και συγκεκριµένα το υποσύστηµά του BURN-Part 2 (Andrews and Chase 1989). Στο υποσύστηµα αυτό περιλαµβάνεται ένα πολύπλοκο µοντέλο υπολογισµού της δυνατής απόστασης µετάδοσης πυρκαγιάς µε κάφτρες που προέρχονται από µεµονωµένα δέντρα (Albini 1979), καιγόµενους σωρούς δασικής καύσιµης ύλης (Albini 1981) αλλά και πυρκαγιές επιφανείας που οδηγούνται από τον άνεµο (Albini 1983). Στην εργασία του Albini έγιναν αρκετές απλοποιήσεις από τους Chase (1984) και Morris (1987) για την αποτελεσµατική ενσωµάτωση του µοντέλου στο BEHAVE.
[....]

Ο Καϊλίδης (1990) δείχνει σε φωτογραφίες φύλλα Smilax aspera που µεταφέρθηκαν µε µικρή ταχύτητα ανέµου σε απόσταση µέχρι 2 χλµ. και κλαδάκια διαµέτρου 2-3 mm που έφθασαν µέχρι 1 χλµ από το µέτωπο στη µεγάλη πυρκαγιά της Κασσάνδρας του Ιουλίου 1981.

Συχνά η απόσταση µετάδοσης στην Ελλάδα φθάνει τα 500-900 m (κλαδάκια διαµέτρου 2-4 mm, άνεµος 6 µπωφόρ), µε περισσότερο συνηθισµένη την περίπτωση µετάδοσης στα 100-200 m (Καϊλίδης 1990).

5. Αντιµετώπιση των πυρκαγιών όταν υπάρχει µετάδοση µε κάφτρες

Η µετάδοση µε κάφτρες αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα προβλήµατα και κινδύνους που
αντιµετωπίζουν οι δυνάµεις δασοπυρόσβεσης. Σε περίπτωση µεγάλης πυρκαγιάς υψηλής έντασης συνοδευόµενης από µαζική µετάδοση µε κάφτρες σε µεγάλες αποστάσεις [ } 500-800 m] η αντιµετώπιση είναι ουσιαστικά αδύνατη (Brown and Davis 1973) όταν υπάρχει συνέχεια καύσιµης ύλης. Η τοποθέτηση δασοπυροσβεστικών δυνάµεων µπροστά από το κινούµενο µέτωπο είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη και κατά κανόνα αναποτελεσµατική. Ο εγκλωβισµός τους είναι πολύ πιθανός και γι’ αυτό πρέπει να επιχειρείται µόνο όταν υπάρχει ανάγκη προστασίας κάποιων ευαίσθητων εγκαταστάσεων και µε την προϋπόθεση ύπαρξης αποψιλωµένων ζωνών ασφαλείας και διεξόδων διαφυγής.

Οι δυνάµεις της δασικής και της πυροσβεστικής υπηρεσίας που λανθασµένα τοποθετούνται πάνω σε δρόµους µπροστά από το µέτωπο, συνήθως αναγκάζονται να τραπούν σε φυγή όταν πλησιάσουν οι φλόγες γιατί δέχονται καπνό, θερµά αέρια και ένταση ακτινοβολίας πέρα από τα ανεκτά όρια ενώ παράλληλα διαπιστώνουν ότι η πυρκαγιά έχει µεταδοθεί πίσω τους.

Σε τέτοιες περιπτώσεις η σωστή αντιµετώπιση είναι η προσπάθεια κατάσβεσης των πλευρών και των νώτων της πυρκαγιάς ώστε να µειωθεί η καιγόµενη έκταση και να αποφευχθεί η µετατροπή τους σε νέα µέτωπα σε περίπτωση αλλαγής της κατεύθυνσης του ανέµου.

Παράλληλα, σε αναµονή βελτίωσης των συνθηκών (καιρικών, καύσιµης ύλης, τοπογραφίας), πρέπει να γίνεται προσπάθεια καλού σχεδιασµού για την αντιµετώπιση της πυρκαγιάς µε επαρκείς δυνάµεις από πλεονεκτική θέση. Ταυτόχρονα, πρέπει να γίνεται έγκαιρα προσπάθεια αποµάκρυνσης των πολιτών γιατί µη γνωρίζοντας τον κίνδυνο µπορούν εύκολα να βρεθούν εγκλωβισµένοι από τις φλόγες.

Τα παραπάνω συνήθως συµβαίνουν υπό ακραίες συνθήκες (ταχύτητα ανέµου >50 χλµ/ώρα για τη µεταφορά σε µεγάλες αποστάσεις, υγρασία λεπτής νεκρής καύσιµης ύλης <6-7%). style="font-weight: bold;">6. Συµπεράσµατα

Από τα παραπάνω είναι εµφανές ότι η µετάδοση πυρκαγιών µε κάφτρες αποτελεί ένα από τα µεγαλύτερα προβλήµατα που αντιµετωπίζουν οι δυνάµεις δασοπυρόσβεσης. Η επιπόλαιη αντιµετώπιση µιας τέτοιας πυρκαγιάς µπορεί στην καλύτερη περίπτωση να οδηγήσει στη σπατάλη προσπαθειών του προσωπικού και στη χειρότερη να θέσει ζωές και οχήµατα σε κίνδυνο εγκλωβισµού από τις φλόγες. Απαιτείται καλός σχεδιασµός που να αναγνωρίζει τα όρια του εφικτού αλλά και τις υπάρχουσες ευκαιρίες και οπωσδήποτε καλός συντονισµός µε σωστή αξιοποίηση δυνάµεων για να εξασφαλίσει τον έλεγχο της πυρκαγιάς στον συντοµότερο δυνατό χρόνο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Albini, F. A. (1979). Spot fire distance from burning trees - a predictive model. USDA For. Serv. Gen. Tech. Rep. INT-56. 73 p.
Albini, F. A. (1981). Spot fire distance from isolated sources - extensions of a predictive model. USDA For. Serv. Res. Note INT-309. 9 p.
Albini, F. A. (1983). Potential spotting distance from wind-driven surface fires. USDA For. Serv. Res. Paper INT-309. 27 p.
Anderson, H. E. 1969. Heat transfer and fire spread. USDA For. Serv. Res. Pap. INT-69. 20 p.
Andrews, P. L. and Chase, C. H. (1989). BEHAVE: Fire behavior prediction and fuel modeling system - BURN subsystem, part 2. USDA For. Serv. Gen. Tech. Rep. INT-260. 93 p.
Blackmarr, W. H. 1972. Moisture content influences ignitability of slash pine litter. Res. Note SE-173. 7 p.
Brown, J. K. 1970. Ratios of surface area to volume for common fine fuels. For. Sci. 16 (1): 101-105.
Brown, A. A., and K. P. Davis. 1973. Forest fire: control and use. 2nd edition. McGraw-Hill Inc., New York. 686 p.
Chase, C. H. (1984). Spotting distance from wind-driven surface fires - extensions of equations for pocket calculators. USDA For. Serv. Res. Note INT-346. 21 p.
Dorgelo, T. H. 1984. The Ash Wednesday fires of 1983 in South Eastern Αustralia. pp. 38-52. In proceedings of the 2nd International Scientific-Technical Symposium on "Progress in Fighting Fires and Catastrophes from the Air", March 1984, Bremen, Germany. Deutscher Gemeindeverlag - Verlag W. Kohlhammer. 268 p.
Καϊλίδης, Δ. 1990. Δασικές πυρκαγιές. Εκδόσεις Γιαχούδη-Γιαπούλη, Θεσσαλονίκη. 510 σελ.
Morris, G. A. (1987). A simple method for computing spotting distance from wind-driven surface fires. USDA For. Serv. Res. Note INT-374. 6 p.
Rothermel, R. C. (1983). How to predict the spread rate and intensity of forest and range fires. USDA For. Serv. Gen. Tech. Rep. INT-143. 161 p.

3 σχόλια:

KitsosMitsos είπε...

Για να μαθαίνουμε. Γιατί η ημιμάθεια μπορεί να αποβεί επικίνδυνη.

philos είπε...

ΜUST READ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!
Μπράβο!

Tin Man είπε...

Εύγε.