Κυριακή, 9 Αυγούστου 1981
Από την περασμένη Δευτέρα άρχισαν να πνέουν δαιμονισμένα μελτέμια και μαζί με αυτά, όπως κάθε χρόνο άλλωστε, ξέσπασαν πυρκαγιές σε όλη τη χώρα και ιδιαίτερα στη Χίο, Χαλκιδική, Λακωνία, στη Βόνιτσα και στο Βάλτο, στην Αχαΐα και στη Μεσσηνία.
Την Τρίτη το μεσημέρι άρχισαν μεγάλες πυρκαγιές στην ανατολική Αττική που κατέστρεψαν σπίτια, καταστήματα, θερμοκήπια, και δασικές εκτάσεις στη Νέα Ερυθραία, Κηφισσιά, Μαρούσι, Μελίσσια και στην Πεντέλη.
Οι πολλές εστίες δημιούργησαν στο κοινό και τον Τύπο την εντύπωση ότι πρόκειται για οργανωμένο σχέδιο εμπρηστών και υπήρχαν πολλοί που ανέφεραν στις αρχές ότι είδαν με τα μάτια τους νεαρούς με μοτοσικλέτες ή βέσπες, να ανάβουν φωτιές και να εξαφανίζονται ύστερα αστραπιαία.
Είναι πιθανό ορισμένες πυρκαγιές να οφείλονται σε εμπρησμούς. Το βέβαιο πάντως είναι ότι οι περισσότερες ήταν τυχαίες. Οι πολλές εστίες στην ίδια περιοχή οφείλονται στις πυρακτωμένες ξερές βελόνες των πεύκων που ο ισχυρός άνεμος – την Τρίτη είχαμε στην Αττική ισχύ ανέμων μέχρι 8 μποφόρ – τις μεταφέρει καμιά φορά σε απόσταση μεγαλύτερη και από ένα χιλιόμετρο και, όταν προσγειώνονται σε άλλη πευκόφυτη περιοχή, μεταδίδουν αμέσως τη φωτιά στα ξερά δέντρα και στις ξερές πευκοβελόνες που βρίσκονται στο έδαφος. Αυτή την εξήγηση μου έδωσαν οι αξιωματικοί του πυροσβεστικού σώματος και ο αρχηγός τους Ξιφαράς και η μόνη απάντηση στο ερώτημα, γιατί τόσες εστίες την ίδια μέρα και ώρα σε διαφορετικά σημεία της χώρας, είναι: Διότι ο δυνατός άνεμος δεν φυσάει σε ένα μόνο νομό, αλλά σαρώνει πολλές περιοχές της χώρας από τη Χαλκιδική ως το Μαλέα και από τα ανατολικά νησιά του Αιγαίου ως την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο.
Όσο για τους νεαρούς με τα μηχανάκια, είναι φυσικό στους κατοικημένους τόπους τα νέα παιδιά, μόλις αντιληφθούν μεγάλες πυρκαγιές, να σπεύσουν για να δουν από κοντά τι συμβαίνει και πολλές φορές αυτοί οι νέοι, που από μερικούς φαντασιόπληκτους θεωρούνται εμπρηστές, πλησιάζουν όχι για να βάλουν φωτιά, αλλά για να βοηθήσουν στην κατάσβεσή της.
Δέχτηκα ο ίδιος δύο καταγγελίες για εμπρησμούς που δήθεν έγιναν ο ένας στην Κηφισιά και ο άλλος στην Πολιτεία. Όταν ερεύνησα προσωπικά τις καταγγελίες, έχοντας την υπομονή να τηλεφωνήσω σε όλη την αλυσίδα των μαρτύρων, γιατί ο ένας «αυτόπτης» με παρέπεμπε στον άλλον και έφτασα κάποτε στον τελευταίο, διαπίστωσα ότι στη μία περίπτωση ο ιδιοκτήτης ενός σπιτιού, που προσπαθούσε να εμποδίσει τη φωτιά να μεταδοθεί στα δέντρα του κήπου του, άκουσε καμιά δεκαριά νέους με βέσπες να περνούν κατά διαστήματα με μεγάλη ταχύτητα από την γύρω περιοχή. Μου είπε, πάντως, ότι δεν παρατήρησε κανέναν από τους νέους να κατεβαίνει από τη μηχανή ή να ρίχνει αναμμένα στουπιά, όπως αρχικά μου είχαν αναφέρει ότι είχε δήθεν ο ίδιος καταγγείλει.
Στην άλλη περίπτωση ο τελικός «αυτόπτης», ένας συνταξιούχος του ναυτικού, μου είπε ότι είδε δύο άγνωστους σ’ αυτόν νεαρούς να κατεβαίνουν τις σκάλες της πολυκατοικίας, όπου κάθεται και όταν προσπάθησε να τους σταματήσει για να τους ρωτήσει τι θέλουν εκεί, αυτοί αρνήθηκαν να του απαντήσουν, τον απώθησαν και έφυγαν τρέχοντας. Σε λίγα λεπτά άκουσε ένα δυνατό «φςςς» από δίπλα και βγαίνοντας είδε ότι στο διπλανό οικόπεδο, που ήταν γεμάτο ξερά χόρτα, είχε ανάψει φωτιά. Υποπτεύθηκε ότι οι νεαροί που τον έσπρωξαν είχαν ανάψει τη φωτιά, όταν όμως τον ρώτησα αν είδε να κρατούν στα χέρια τους στουπί ή κανένα δαυλό, μου είπε ότι δεν είχε παρατηρήσει να κρατούν οποιοδήποτε άτομο. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι αναμμένες πευκοβελόνες από τη μεγάλη φωτιά που είχε ξεσπάσει σε απόσταση μικρότερη από ένα χιλιόμετρο, έπεσαν στα ξερά χόρτα του διπλανού οικοπέδου – έτσι εξηγείται και το δυνατό «φςςς» που άκουσε – και σε λίγα δευτερόλεπτα αυτή η συμπαγής μάζα από τις πυρακτωμένες βελόνες των πεύκων μετέδωσαν τη φωτιά στην εύφλεκτη ύλη των ξερών χόρτων του οικοπέδου.
Επειδή ο κόσμος που κατοικούσε στην ανατολική Αττική είχε καταληφθεί από πανικό, αυτός δε ο πανικός είχε μεταδοθεί και σε πολλούς Αθηναίους, μολονότι τα σπίτια τους απείχαν χιλιόμετρα από τον τόπο της συμφοράς, φοβήθηκα την επέκταση της υστερίας σε όλους του κατοίκους του λεκανοπεδίου και αποφάσισα να μιλής εκτάκτως από την τηλεόραση.
Στις 7.30 το βράδυ και ενώ ήμουν σε επαφή με τον Αβέρωφ, που επί τόπου συντόνιζε τις ενέργειες των πυροσβεστών, του στρατού και της χωροφυλακής και παράλληλα έδινα εντολή για την άμεση λήψη μέτρων, ώστε να σωθεί το δάσος Συγγρού – μεταξύ Κηφισσιάς και Αμαρουσίου – που κινδύνευε να αποτεφρωθεί ολόκληρο, μίλησα για λίγα λεπτά στο συνεργείο της τηλεοράσεως που είχα καλέσει βιαστικά στο γραφείο μου.
Είπα στην τηλεόραση ότι κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει αν οι φωτιές οφείλονται σε εγκληματική ενέργεια ή σε τυχαία ανάφλεξη. Πάντως και οι δύο περιπτώσεις εξετάζονται, γιατί υπάρχουν πληροφορίες και για τα δύο ενδεχόμενα. Έπειτα, έδωσα οδηγίες στους πολίτες να βοηθήσουν, απομακρύνοντας από τα σπίτια τους και τους κήπους τους όλες τις εύφλεκτες ύλες και ιδίως τα ξερά χόρτα που μεταδίνουν εύκολα την πυρκαγιά. Είπα ότι πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι με τον άνεμο οι κουκουνάρες από τα πεύκα και οι πευκοβελόνες ταξιδεύουν σε μεγάλη απόσταση και είναι δυνατό με αυτό τον τρόπο να μεταδοθεί η φωτιά και σε απόσταση ενός χιλιομέτρου.
Τους παρακάλεσα, μόλις αντιλαμβάνονται κάποια εστία, όσο μικρή και αν είναι αυτή, να σπεύδουν να την σβήσουν γιατί η φωτιά μπορεί να σβηστεί εύκολα στα πρώτα λεπτά, όταν όμως αφεθεί και εξελιχθεί, είναι σχεδόν αδύνατο να περιοριστεί ή να σβηστεί. Τα αεροπλάνα που ρίχνουν νερό στις εστίες της φωτιάς είναι αδύνατο να επέμβουν σε κατοικημένους τόπους, όπως ζητούν πολλοί, γιατί υπάρχει κίνδυνος να τραυματιστούν βαριά οι πολίτες που είναι εκεί γύρω. Συνεπώς θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι τα πυροσβεστικά αεροπλάνα θα επέμβουν, αλλά έξω από τον κατοικημένο χώρο της Κηφισιάς, της Εκάλης και των Μελισσίων.
Είχα την κακή έμπνευση, σε αυτή τη δήλωσή μου, να μιλήσω για κουκουνάρες και οι λίγοι «έξυπνοι» απομόνωσαν αυτή τη λέξη που ήχησε παράξενα επειδή δεν προφέρω καλά το «ρο», και μέρες τώρα, αντί να σκεφθούν αυτά που τους είπα και να συμμορφωθούν με τις οδηγίες μου, επαναλαμβάνουν κοροϊδευτικά ότι «φταίνε οι κουκουνάρες».
Το βράδυ της ίδιας μέρας, στις 10 και τέταρτο, μίλησε και ο Αβέρωφ από την τηλεόραση της ΥΕΝΕΔ και έκαμε μια συνοπτική έκθεση για τις προσπάθειες να περιοριστεί αρχικά και να σβηστεί αργότερα η φωτιά που είχε ξεσπάσει στην Αττική.
Ο Αβέρωφ είπε ότι ο κρατικός μηχανισμός, από τον πρωθυπουργό ως τον τελευταίο στρατιώτη, βρίσκεται επί ποδός και κινήθηκε αμέσως. Δυστυχώς όμως η μεγάλη έκταση της πυρκαγιάς και ο άνεμος που πνέει σφοδρός δεν επιτρέπουν τη γρήγορη κατάσβεσή της. Πρόσθεσε ακόμα ότι είναι πολύ νωρίς να πει κανείς αν πρόκειται για εμπρησμό ή για τυχαία γεγονότα, διαβεβαίωσε ότι γίνονται ανακρίσεις και πρόσθεσε ότι, αν διαπιστωθεί εγκληματική ενέργεια, θα καταβληθεί κάθε προσπάθεια να συλληφθούν και να τιμωρηθούν σκληρά οι εγκληματίες.
Σε αυτές τις δηλώσεις του Αβέρωφ απάντησε ο Παπανδρέου που κατηγόρησε τον υπουργό Εθνικής Αμύνης, γιατί «προέβη σε απαράδεκτους λεονταρισμούς». Πρόσθεσε ότι ο Αβέρωφ γνωρίζει άριστα τους άγνωστους εγκληματίες που ευθύνονται για τις καταστροφές του δασικού πλούτου και των περιουσιών τόσων Ελλήνων, αλλά ούτε αυτός ούτε η κυβέρνηση είχε το θάρρος να τους αντιμετωπίσει αποτελεσματικά και να συλλάβει τους παράγοντες αυτής της ανωμαλίας. Κατηγόρησε ακόμη ο Παπανδρέου τον Αβέρωφ ότι με τις γνωστές θέσεις του ενθαρρύνει κάθε μορφής κινδυνολογία, στόχος της οποίας είναι η ανατροπή του πολιτεύματος.
Στις δηλώσεις του Παπανδρέου απαντήσαμε ο Αβέρωφ και εγώ. Είπα ότι είναι λυπηρό το γεγονός ότι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως προσπαθεί να εκμεταλλευτεί μια συμφορά που πλήττει τον τόπο. Από την πρώτη στιγμή βρέθηκα στο γραφείο και έδινα εντολές και ο αντιπρόεδρος και υπουργός Εθνικής Αμύνης καθοδηγούσε επί τόπου τη δράση του στρατού, της χωροφυλακής και του πυροσβεστικού σώματος. Στον τόπο της συμφοράς έσπευσαν αμέσως και εκείνες οι μονάδες που εδρεύουν μακριά, όπως η αεροπορία από την Ελευσίνα και οι στρατιώτες του ΚΕΒΟΠ από το Χαϊδάρι, καθώς και μονάδες του στρατού που βρίσκονταν στην Αυλώνα. Ο Αβέρωφ είπε στον Παπανδρέου ότι είναι απαράδεκτο να προσπαθεί να πολιτικοποιήσει την τραγωδία που ζούμε και να την εκμεταλλευτεί πολιτικά.
Πάντως εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι όλοι, από τον αρχηγό του ΓΕΕΘΑ στρατηγό Γκράτζιο, τον αρχηγό του ΓΕΣ, τον αντιστράτηγο που είναι αρχηγός της ΣΔΑ και έχει την ευθύνη για την περιοχή, τον αρχηγό της πυροσβεστικής υπηρεσίας, τους αρμόδιους της χωροφυλακής, ως τον τελευταίο στρατιώτη, όλοι έκαμαν το καθήκον τους και αν οι ζημιές δεν είναι μεγαλύτερες αυτό οφείλεται στην αυταπάρνηση και στην ακάματη δραστηριότητά τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί από τους αξιωματικούς και οπλίτες που ήταν επί τόπου δεν κοιμήθηκαν μεταξύ της Τρίτης το βράδυ και της Πέμπτης τα ξημερώματα παρά ελάχιστες ώρες και ότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν σε μικρή απόσταση από τη φωτιά, πράγμα που απειλούσε ακόμα και τη σωματική τους ακεραιότητα.
Από την προανάκριση της διοικήσεως χωροφυλακής Κηφισιάς, που περατώνεται τη Δευτέρα ή την Τρίτη, προκύπτει ότι η φωτιά που εκδηλώθηκε μεταξύ Εκάλης και Κηφισιάς, κοντά σε μια ταβέρνα, οφείλεται σε ανάφλεξη ενός καλωδίου της ΔΕΗ.
Έξι μάρτυρες, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας που είναι εκεί και ο βοηθός του, ένας άλλος άσχετος με αυτόν περίοικος και τρεις διαβάτες που τυχαία βρέθηκαν εκεί, κατέθεσαν ότι τα καλώδια της ΔΕΗ κινούμενα από το δυνατό άνεμο κτυπούσαν πάνω στις κορφές του πεύκου που έφταναν στο ύψος τους και έτσι προκαλούσαν σπινθήρες. Από τους σπινθήρες αυτούς πήρε στην αρχή το πεύκο φωτιά, που ύστερα μεταδόθηκε αστραπιαία στα γύρω δέντρα. Οι πραγματικοί, αυτή τη φορά, αυτόπτες, μόλις είδαν το καλώδιο της ΔΕΗ να κτυπάει στο πεύκο και πριν εκδηλωθεί η φωτιά, έσπευσαν στο κοντινό αστυνομικό τμήμα και ανέφεραν το γεγονός. Πριν όμως επιστρέψουν μαζί με μια μικρή δύναμη χωροφυλάκων, η φωτιά είχε φουντώσει.
Σκέφτηκα να γίνει μια ανακοίνωση του υπουργού Δημοσίας Τάξεως, ύστερα όμως από ωριμότερη σκέψη, είπα στο Δαβάκη να μην κάμει ανακοίνωση και να στείλει το φάκελο της προανακρίσεως στον εισαγγελέα για τα περαιτέρω. Απέφυγα κάθε ανακοίνωση, γιατί με το κλίμα που υπάρχει και που μεταβάλλει τον κάθε πολίτη που ανάβει τσιγάρο σε σατανικό εμπρηστή, κανένας δεν θα με πίστευε. Στο μεταξύ συνέλαβαν χθες στη Βάρη έναν τύπο που έβαζε φωτιά σε ξερά χόρτα. Από τα πρώτα στοιχεία προκύπτει ότι δεν είναι ισορροπημένος, αλλά οι εφημερίδες, τον θεωρούν «όργανο των σκοτεινών δυνάμεων».
Γεωργίου Ράλλη «Ώρες ευθύνης», εκδ. Ευρωεκδοτική Αθήνα 1983, σελίδες 251-255