Πατέρας 23/04/2013
Το πουρνάρι (Quercus coccifera, L. 1753) είναι βασικό συστατικό της μεσογειακής (μακίας και γκαρίγκ) βλάστησης. Συνήθως έχει θαμνώδη μορφή, λόγω της βόσκησης και της ξύλευσης, αλλά μπορεί να αναπτυχθεί σε ένα πολύ ανθεκτικό δέντρο και μάλιστα μεγάλων διαστάσεων, πάνω από 15 μέτρα. Έχει ευρεία εξάπλωση στην Ελλάδα, σε υψόμετρα 0-1200 (1600).
Κοινό ελληνικό όνομα: πουρνάρι
Το πουρνάρι είναι το πιο διαδεδομένο είδος δρυός.
Τα φύλλα του είναι μικρά, αγκαθωτά, πιο ανοιχτόχρωμα στην κάτω πλευρά. Την άνοιξη, όταν είναι νεαρά, έχουν καφετί χρώμα και είναι μαλακά και γλυκά, αποτελώντας βασική τροφή των κατσικιών.
Στα φύλλα του πουρναριού αναπτύσσεται ο «Κόκκος ο βαφικός» (Kermococcus vernmllio), ένα ημίπτερο έντομο που το κηκίδιό του δίνει μια κόκκινη χρωστική, το κρεμέζι ή πρινοκόκκι, εξ ου και coccifera - κοκκοφόρος για το επιστημονικό επίθετο του πουρναριού
Ανθίζει Απρίλιο - Μάιο.
Ετυμολογία:
Quercus < το λατινικό όνομα της δρυός.
coccifera < coccum > κόκκος + fero φέρω = κοκκοφόρος
Κοινό ελληνικό όνομα: πουρνάρι
Το πουρνάρι είναι το πιο διαδεδομένο είδος δρυός.
Τα φύλλα του είναι μικρά, αγκαθωτά, πιο ανοιχτόχρωμα στην κάτω πλευρά. Την άνοιξη, όταν είναι νεαρά, έχουν καφετί χρώμα και είναι μαλακά και γλυκά, αποτελώντας βασική τροφή των κατσικιών.
Στα φύλλα του πουρναριού αναπτύσσεται ο «Κόκκος ο βαφικός» (Kermococcus vernmllio), ένα ημίπτερο έντομο που το κηκίδιό του δίνει μια κόκκινη χρωστική, το κρεμέζι ή πρινοκόκκι, εξ ου και coccifera - κοκκοφόρος για το επιστημονικό επίθετο του πουρναριού
Ανθίζει Απρίλιο - Μάιο.
Ετυμολογία:
Quercus < το λατινικό όνομα της δρυός.
coccifera < coccum > κόκκος + fero φέρω = κοκκοφόρος
«ἔχει δὲ τὴν μήτραν τὰ μὲν μεγάλην καὶ φανεράν, ὡς πρῖνος δρῦς...»
Θεόφραστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου